- παρασκευαστικός
- -ή, -ό / παρασκευαστικός, -ή, -όν, ΝΑ [παρασκευάζω]ο ικανός, ο έμπειρος στο να προετοιμάζει κάτιαρχ.1. προπαρασκευαστικός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρασκευαστικόνσύνθημα που δινόταν σε ομάδα ανδρών ώστε να προετοιμαστούν για πορεία3. φρ. «παρασκευαστική βίβλος» — πραγματεία που αναφέρεται στην προετοιμασία τής άμυνας.
Dictionary of Greek. 2013.